ὀφειλομένους

ὀφειλομένους
ὀφείλω
-IG
pres part mp masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περισσοπρακτώ — έω, Μ εισπράττω περισσότερους από τους οφειλόμενους φόρους, εισπράττω παράνομα φόρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + πρακτῶ (< πρακτος < πράσσω), πρβλ. ευ πρακτῶ] …   Dictionary of Greek

  • πλαταγισμός — ο, Ν 1. πλατάγισμα, κρότος 2. (ακουστ.) φαινόμενο που δημιουργείται κατά την αναπαραγωγή τού ήχου καί κατά το οποίο ο κυρίως ήχος συνοδεύεται από άλλους ανεπιθύμητους ήχους, οφειλόμενους σε ανωμαλίες λειτουργίας τής αντίστοιχης συσκευής. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • τετανία — Κατάσταση αυξημένης διεγερσιμότητας του νευρικού συστήματος. Μπορεί να εκδηλωθεί γύρω στον τρίτο ή τέταρτο μήνα από τη γέννηση ή κατά την εφηβία και αποτελεί το σημαντικότερο σύμπτωμα του υποπαραθυρεοειδισμού. Ο παροξυσμός προκαλείται από… …   Dictionary of Greek

  • χρεωλυτώ — και χρεολυτῶ, έω, Α 1. εξοφλώ χρέος 2. φρ. «χρεωλυτῶ τὸν μισθόν» εξοφλώ οφειλόμενους μισθούς (Ιώσ). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος */χρέως + λυτῶ (< λύτης < λύω), πρβλ. κοιλιο λυτῶ] …   Dictionary of Greek

  • Γενούκιος ή Γενύκιος — (Genucius). Όνομα οικογένειας Ρωμαίων πληβείων, που κατόρθωσε, μετά την επικράτηση των πληβείων, να γραφτεί το όνομά της στους πίνακες των πατρικίων και να καταλάβουν τα μέλη της αξιώματα δημάρχων, υπάτων κλπ. Σημαντικότερα μέλη της ήταν: 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”